Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπ' εὐνοίας

См. также в других словарях:

  • εὐνοίας — εὐνοίᾱς , εὔνοια goodwill fem acc pl εὐνοίᾱς , εὔνοια goodwill fem gen sg (attic doric aeolic) εὐνοίᾱς , εὔνοια goodwill fem acc pl (ionic) εὐνοίᾱς , εὔνοια goodwill fem gen sg (attic doric ionic aeolic) εὐνοΐᾱς , εὔνοια goodwill fem acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …   Dictionary of Greek

  • благоразоумиѥ — БЛАГОРАЗОУМИ|Ѥ (16), ˫А с. Благоразумие, рассудительность, предусмотрительность: Аще къто раба оучить виною б҃очьсть˫а прѣобидѣти своѥго г҃дина. и отъходити отъ слоужьбы. а не съ бл҃горазоумиѥмь и вьсею чьстью слоужити своѥмоу г҃диноу да боудеть… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • благооумиѥ — БЛАГООУМИ|Ѥ (11), ˫А с. 1.Благоразумие, благонравие: и премдр(с)ть мо˫а въстависѩ въ мнѣ... и не ѡ(т)лѣпихъ ср(д)ца своѥго ѡ(т) всѩкого бл҃гооумь˫а. (ἀπὸ... εὐφροσύνης!) ГА XIII XIV, 95б; не хытростью порабощеваимъ. не бл҃гооумьемь собiмъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • охоудѣти — ОХОУДѢ|ТИ (7*), Ю, ѤТЬ гл. 1. Уменьшиться: самъ камыкъ не охудѣѥть. ни мѣрою ни тѣло(м). Пал 1406, 137в. 2. Стать хуже, потерять прежний вид: изиде марко послѹшани˫а ради. съмжаривъ очи. ˫ако не видѣти свое˫а мт҃ре. ѡна же охѹдѣвъша его ѿ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CONSTANTINUS I — I. CONSTANTINUS I. Magnus, Constantii Chlori Caesaris et Helenae fil. Crispi et Minerviae pater, dein Faustae, filiae Maximiniani Herc. Maritus. A Galerio, Romae in vinculis detentus, inde feliciter evasit in Britanmam, ubi Imperator proclamatus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CORONA Honoris — memoratur Corn. Nepoti, Thrasybulo, c. 4. Huic pro tantis meritis, honoris Corona a populo data est, facta duabus virgulis oleaginis: quae quod amor civium, non vis, expresserat, nullam habuit invidiam magnaque fuit gloria. Nempe in Graeciae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αιγινήτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Αρκάδων, γιος του Πόμπου. Ονομάστηκε από τον πατέρα του Α., λόγω της εύνοιας που έδειχνε στους Αιγινήτες εμπόρους που επισκέπτονταν την Αρκαδία. II (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Σικυώνιος ζωγράφος. Μνημονεύεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • ένδειξη — η (AM ἔνδειξις) δείγμα, τεκμήριο («εις ένδειξιν φιλίας») νεοελλ. 1. ειδική συνθήκη, ύπαρξη στοιχείων κατά την οποία κρίνεται επωφελής η χορήγηση φαρμάκου ή η εφαρμογή θεραπευτικών μεθόδων 2. πραγματικό περιστατικό, το οποίο μόνο του ξεχωριστά ή… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»